Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΓΙΑΤΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΓΥΝΑΙΚΑ?

Ο μητρικός θηλασμός αποτελεί μια φυσική διαδικασία και την πρώτη πηγή ικανοποίησης της ανάγκης του νεογνού για τροφή. Τα οφέλη που έχει για τη σωματική υγεία τόσο της μητέρας όσο και του βρέφους, είναι πολλά και σημαντικά. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι, το μητρικό γάλα αποτελεί φυσικό φραγμό έναντι των λοιμώξεων του νεογνού ενώ, για τις μητέρες ο θηλασμός έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.

Εκτός όμως των θετικών συνεπειών για τη σωματική υγεία, ο θηλασμός έχει σημαντικές και εκτεταμένες επιδράσεις στην ψυχική υγεία των παιδιών και των μητέρων, παρέχοντας στις μητέρες μία από τις πρώτες ευκαιρίες να αντιληφθούν τις ανάγκες του βρέφους τους. Η διαδικασία του θηλασμού επιδρά «αγχολυτικά» και «αντικαταθλιπτικά» λόγω της απελευθέρωσης ωκυτοκίνης, μιας ορμόνης που συμβάλει στη μείωση του στρες. Η ορμόνη αυτή, η οποία συχνά ονομάζεται «ορμόνη της αγάπης», έχει θετική επίδραση και στη δημιουργία του δεσμού ανάμεσα στη μητέρα και το βρέφος.

Ο θηλασμός παίζει επίσης ρόλο στη ρύθμιση των προτύπων ύπνου και αφύπνισης, τόσο για τη μητέρα όσο και για το βρέφος, και βελτιώνει το αίσθημα αποτελεσματικότητας της μητέρας. Κατά συνέπεια, φαίνεται πως οι μητέρες που θηλάζουν είναι πιο πιθανό να αναφέρουν θετική διάθεση, λιγότερο άγχος και αυξημένη ηρεμία.

Τα ποικίλα αυτά οφέλη είναι ο λόγος που ο θηλασμός έχει καταστεί ο «χρυσός κανόνας» στη σίτιση των βρεφών και που τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει οι επιστημονικοί φορείς που προωθούν τον μητρικό θηλασμό με επιτυχία.

Έχοντας μιλήσει γενικά για τα οφέλη, ωστόσο, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η εμπειρία του θηλασμού είναι διαφορετική για κάθε γυναίκα.

Το ζήτημα του θηλασμού αφορά τη διάθεση του σώματος της γυναίκας στο παιδί της, δηλαδή μια ψυχική διαθεσιμότητα που εκδηλώνεται με την προσφορά του στήθους στο παιδί. Ακόμα και αν φαινομενικά βλέπουμε την ίδια εικόνα – μια μητέρα που θηλάζει το παιδί της – αυτό που διενεργείται εκείνη τη στιγμή ψυχικά σε κάθε δυάδα μητέρας – παιδιού, είναι εντελώς μοναδικό. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να συναντήσουμε πολλές διαφορετικές εκφάνσεις συναισθημάτων και σκέψεων, ανάλογα με την ψυχική αναπαράσταση που έχει η γυναίκα για το θηλασμό και τη μητρότητα και τις προσδοκίες που αυτή συνεπάγεται.

Σαφώς, τα οφέλη του μητρικού θηλασμού είναι επιστημονικώς τεκμηριωμένα, αλλά έχει σημασία με ποιον ιδιαίτερο τρόπο η γυναίκα νοηματοδοτεί αυτά τα δεδομένα, πώς τα εντάσσει στη δική της ζωή. Υπάρχουν γυναίκες που βιώνουν το θηλασμό ως επιτυχία που τις καταξιώνει ως μητέρες. Άλλες θεωρούν πως δεν αξίζουν να λέγονται «μητέρες», αν δεν καταφέρουν να θηλάσουν ή ότι το παιδί τους δεν θα τις αγαπά αν δεν το θηλάσουν.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, αν μια γυναίκα που επιθυμεί να θηλάσει δεν τα καταφέρει ή αντιμετωπίσει δυσκολίες, ενδέχεται να βιώσει συναισθήματα ανεπάρκειας, να ακυρώνει τον εαυτό της συνολικά και να νιώθει ενοχές.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο θηλασμός, παρόλο που είναι μια φυσική διαδικασία, είναι επίσης μια διαδικασία που απαιτεί σωματικό και ψυχικό κόπο και μάλιστα σε μια πρωτόγνωρη και ευαίσθητη περίοδο στη ζωή της γυναίκας, η οποία χαρακτηρίζεται, έτσι κι αλλιώς, από διακυμάνσεις και ερωτηματικά για την ικανότητά της να τα καταφέρει και για τον ρόλο τη ως μητέρα.

Όπως και καθετί καινούργιο, είναι μια διαδικασία που χρειάζεται χρόνο και προσαρμογή. Παράγοντες, όπως ο επίμονος πόνος, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η καθυστέρηση στην πρώτη επαφή με το μωρό, η έλλειψη ενθάρρυνσης από το περιβάλλον, η ελλιπής πληροφόρηση, η κατάθλιψη ή η αρνητική στάση του συντρόφου της, μπορεί να αποτρέψουν μια γυναίκα από το να θηλάσει ή να την οδηγήσουν σε πρόωρη διακοπή του θηλασμού, με αρνητικές συνέπειες στην ψυχική της υγεία.

Επίσης, κάποιες προτροπές (ή στερεότυπα) που αφορούν τη διάρκεια ή τον τύπο του θηλασμού ενδέχεται να βιώνονται ως μια μορφή πίεσης από τη γυναίκα. Τα «πρότυπα» θηλασμού που προβάλλονται και πολλές φορές αναπαράγονται από το περιβάλλον της γυναίκας, δημιουργούν προσδοκίες και μπορεί να εγκλωβίζουν τη γυναίκα που δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να τα ακολουθήσει.

Ακόμα και αν μια γυναίκα καταφέρνει να θηλάσει, ίσως έρθουν στιγμές που νιώθει ότι δεν αντέχει, ότι δεν θέλει να είναι τόσο «διαθέσιμη», πόσο μάλλον όταν δεν έχει πρακτική βοήθεια. Δυστυχώς, όταν ο θηλασμός παίρνει τη θέση του ιδεώδους, η γυναίκα δεν επιτρέπει στον εαυτό της συναισθήματα δυσαρέσκειας και κόπωσης που συνδέονται με αυτόν. Θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι ανεξάντλητη πηγή προσφοράς για το παιδί της, ότι η δική της επιθυμία, το δικό της όριο σωματικό και ψυχικό, είναι της τάξης του εγωισμού, και δεν πρέπει να έχει θέση στη σχέση μητέρας – παιδιού. Τέτοιες σκέψεις είναι ανυπόφορες για μια μητέρα. Αντίστοιχα «ένοχες» και «αποτυχημένες» μπορεί να νιώσουν οι γυναίκες που δεν καταφέρνουν να θηλάσουν αποκλειστικά.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο θηλασμός είναι μια ψυχικά πολύπλοκη διαδικασία και αυτή του η πτυχή είναι κάτι που συχνά δεν επικοινωνείται.  Η προώθηση του θηλασμού είναι σημαντική, αλλά για να είναι ολοκληρωμένη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προσδοκίες, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες της κάθε γυναίκας και να την προετοιμάζει για τις δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει. Έτσι, η ίδια θα μπορέσει να βιώσει το θηλασμό ως μια θετική εμπειρία και να έχει πρόσβαση στα οφέλη που αυτός προσφέρει.

«Το παιδί δεν θέλει τόσο να λάβει την κατάλληλη τροφή την κατάλληλη στιγμή όσο να τραφεί από κάποιον στον οποίο αρέσει να το κάνει»

Winnicott W.

 

Δήμητρα Σωτηροπούλου, MSc

Κλινική Ψυχολόγος

Κέντρο Ημέρας για τη Φροντίδα της Ψυχικής Υγείας της Γυναίκας (Περιγεννητικές Ψυχικές Διαταραχές)

Privacy Policy | Terms and Conditions

Powered by